- προίκιος
- -ον, Α [προίξ, -κός]1. αυτός που δίνεται δωρεάν2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» — ο τέττιγας, το τζιτζίκιβ) «προίκιος χάρις» — το μέλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προίκιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίκιον — προίκιος masc/fem acc sg προίκιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίοις — προίκιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίων — προίκιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπροίκ(ε)ιος — ον, Α αυτός που έχει λάβει με νόμιμο γάμο γυναίκα με προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + προίκειος / προίκιος «αυτός που αναφέρεται στην προίκα» (< προίξ, κός)] … Dictionary of Greek